φοινικίδες — φοινῑκίδες , φοινικίς red fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
RUSSATI — una ex quatur factionibus Circensibus, quae in Circis inprimis, tum in Ludis, ac aliis equestribus certaminibus, adhibitis equis, sive ad equitationem sive ad aurigationem, semper certabant, tantumque studium equis optimis eligendis ac parandis… … Hofmann J. Lexicon universale
ηδυσκέπη — και εδυσκέπη, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + σκέπη. Το α συνθετικό ηδύ απαντά σε αρκετές ονομασίες φυτών (πρβλ. ηδύ οσμος, ηδύ σαρον)] … Dictionary of Greek
κέντια — η κοινή ονομασία δύο ειδών αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kentia < από το όνομα τού William Kent, Ολλανδού κηπουρού και ταξιδευτή στην Ανατολή] … Dictionary of Greek
κοκοφοίνικας — Βλ. λ. κοκκοφοίνικας. * * * ο βοτ. κοινή ονομασία τού δέντρου Cocos nucifera, που ανήκει την οικογένεια φοινικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coconut palm. Η λ. είναι νόθο σύνθ. το οποίο ως προς το α συνθετικό είναι… … Dictionary of Greek
κοπερνικία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. copernicia από το όνομα τού Πολωνού αστρονόμου Nicolaus Copernicus + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
κόκος — ο (βοτ) επιστημονική ονομασία τού κοκοφοίνικα, γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες, που ανήκει στην τάξη αρεκώδη ή, σύμφωνα με άλλα ταξινομικά συστήματα, στην τάξη σπαδικανθή. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
λιβιστόνα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φοινικίδες … Dictionary of Greek